Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰδιωτικὸν π

См. также в других словарях:

  • ἰδιωτικόν — ἰδιωτικός of masc acc sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • невѣжьствьныи — (4*) пр. 1. Невежественный: да иже бо тако помышлѧѥть. бо҃спс҃нъ будеть. неприкосновенъ... разѹмомъ и наказаниѥмъ невѣжьственъ. (των ἐλλιμπανоμένων!) ФСт XIV, 94б; || непосвященный: гл҃ть пр҃ркъ ѿ лица людии невѣжьствены(х) приходѧщихъ въ кр҃щние …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • некънижьнъ — (2*) пр. Неграмотный, неученый, необразованный: ѡц҃и же, || вѣдѹще простьство ѥго. ˫ако некнижнѹ ѥмѹ сѹщю. бранѧхѹ ѥмѹ (τὸ... ἰδιωτικόν) ГА XIII–ХIV, 212–213; Что возмыслилъ еси б҃олюбыи кнѧже воспраша(т) мене некнижна i худа. СбПаис XIV/XV, 21.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Στρέιτ — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας νομομαθών. 1. Στέφανος (1835 – 1920). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία και ακολούθησε έπειτα το δικαστικό κλάδο. Το 1872 παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε διευθυντής,του υποκαταστήματος της Εθνικής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»