-
1 ιδιωτικόν
-
2 ἰδιωτικόν
-
3 παράπηγμα
A astronomical and meteorological calendar, inscribed on stone, the days of the months being inserted on movable pegs at the side of the text (see the extant specimen, Berl.Sitzb. 1904.102),π. ἐνιαύσιον Cic.Att.5.14.1
, cf. Gem. 17.6 (pl.), Ph.1.173 (pl.) ; Παράπηγμα, name of astron. and meteorol. work by Democritus, D.L.9.48 ; π. chronological annals, D.S.1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράπηγμα
-
4 ἐξαλλάσσω
A change utterly or quite, strengthd. forἀλλάσσω, ἐσθῆτα E.Hel. 1297
;τινὰς κοσμήσεσι Plu.Thes.23
;αἰὼν.. ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pi.I.3.18
.b intr., of evolution,τὰ δὲ.. ἐξαλλάσσει ἐς τὴν μέζω τάξιν Hp.Vict.1.6
;ἐ. γένος εἰς ἕτερον
degenerate,Thphr.
HP8.8.3:—[voice] Pass., ἐξηλλαγμένος πρός τι ib.4.4.14.c [voice] Med., κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται who sees no change take place in his miseries, S.Aj. 474:—[voice] Pass., Fr. 20.2 Rhet., vary common words and phrases,ἐ. τὸ εἰωθός Arist. Rh. 1406a15
, cf. 1404b8; ἐ. τὸ ἰδιωτικόν vary the common idiom, Id.Po. 1458a21; ἐξηλλαγμένον [ὄνομα] altered form, ib. 1458a5: c. gen., different from,Isoc.
8.63.b [tense] pf. part. [voice] Pass. extraordinary, strange,Plb.
2.37.6, D.S.1.94, Ant.Lib. 41.8, etc.; varied,ὄφεις ταῖς ποικιλίαις ἐ. D.S.17.90
.II ἐ. τί τινος withdraw or remove from,τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν ἐ. τῶν ἐναντίων Th.5.71
.2 intr., change from,τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist.GA 766a26
; μικρὸν ἐ. exceed the limit by a little, Id.Po. 1449b13;ἐ. ἀπὸ τῆς νεώς Philostr.Her.Prooem.3
;ἐς ἄνδρας Id.VA3.28
: abs., ἐξαλλάσσουσα χάρις unusual, rare grace, E.IA 564 (lyr.); to be different from,πάντων τῶν παρ' ἡμῖν Phld.Sign.9
.b ἐξαλλάσσουσαι στολαί changes of raiment, v.l. in LXX Ge.45.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαλλάσσω
-
5 θέλησις
θέλησις, εως, ἡ (s. prec. and next entry; acc. to Pollux 5, 47 an ἰδιωτικόν ‘vulgar word’; cp. Phryn. p. 353 Lob. But also found Stoic. III 41; Philod., Rhet. II 297 Sudh.; PGM 4, 1429 θέλησις τῶν θελημάτων; Ezk 18:23; 2 Ch 15:15; Pr 8:35 al.; TestSol D; AcThom 169 [Aa II/2, 284, 6]; Just., D. 60, 2; 61, 1. The Doric pl. θελήσιες=‘wishes’: Melissa, Epist. ad Char. p. 62 Orell.) the act of willing, will, of God (Herm. Wr. 4, 1a; 10, 2; Iambl., De Myst. 2, 11 p. 97, 15 Parthey ἡ θεία θ.) κατὰ τὴν αὐτοῦ θ. according to God’s will Hb 2:4; τῇ αὐτοῦ θ. by God’s will (Tob 12:18; 2 Macc 12:16) 2 Cl 1:6.—DELG s.v. ἐθέλω. TW.
См. также в других словарях:
ἰδιωτικόν — ἰδιωτικός of masc acc sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσπης, Ηλίας — (Χαλκίδα 1917 –). Δικηγόρος, διεθνολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δικηγόρος Αθηνών και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… … Dictionary of Greek
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
невѣжьствьныи — (4*) пр. 1. Невежественный: да иже бо тако помышлѧѥть. бо҃спс҃нъ будеть. неприкосновенъ... разѹмомъ и наказаниѥмъ невѣжьственъ. (των ἐλλιμπανоμένων!) ФСт XIV, 94б; || непосвященный: гл҃ть пр҃ркъ ѿ лица людии невѣжьствены(х) приходѧщихъ въ кр҃щние … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
некънижьнъ — (2*) пр. Неграмотный, неученый, необразованный: ѡц҃и же, || вѣдѹще простьство ѥго. ˫ако некнижнѹ ѥмѹ сѹщю. бранѧхѹ ѥмѹ (τὸ... ἰδιωτικόν) ГА XIII–ХIV, 212–213; Что возмыслилъ еси б҃олюбыи кнѧже воспраша(т) мене некнижна i худа. СбПаис XIV/XV, 21.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Στρέιτ — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας νομομαθών. 1. Στέφανος (1835 – 1920). Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Γερμανία και ακολούθησε έπειτα το δικαστικό κλάδο. Το 1872 παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε διευθυντής,του υποκαταστήματος της Εθνικής … Dictionary of Greek